- φαρμακευτικός
- -ή, -ό / φαρμακευτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [φαρμακεύω]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα φάρμακα ή στην παρασκευή φαρμάκων2. το θηλ. ως ουσ. η φαρμακευτικήα) (παλαιότερα) η προσωπική τέχνη τής παρασκευής τών φαρμάκωνβ) (σήμερα) επιστήμη και τέχνη που ασχολείται με την παρασκευή και τυποποίηση τών φαρμάκωννεοελλ.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παραπάνω επιστήμη2. αυτός που έχει ιδιότητες φαρμάκου («φαρμακευτικές ουσίες»)3. φρ. α) «φαρμακευτικά φυτά»βοτ. φυτά που περιέχουν ουσίες δραστικές στους ζώντες οργανισμούς και χρησιμοποιούνται ως φάρμακαβ) «φαρμακευτική βιομηχανία» — βιομηχανικός κλάδος που ασχολείται με τη σύνθεση, την τελειοποίηση και την πειραματική χρησιμοποίηση τών φαρμάκων, τα οποία στη συνέχεια διοχετεύονται στην αγορά με τη μορφή ιδιοσκευασμάτων, η φαρμακοβιομηχανίαγ) «φαρμακευτικό ιδιοσκεύασμα»(φαρμ.) κάθε φάρμακο το οποίο φέρεται στην αγορά παρασκευασμένο εκ τών προτέρων σε ιδιαίτερη συσκευασία, χαρακτηρίζεται με ειδική, προστατευόμενη ονομασία και κυκλοφορεί ύστερα από κρατική άδεια και αφού προηγηθεί αυστηρός επιστημονικός έλεγχοςδ) «φαρμακευτικό προϊόν»(φαρμ.) κάθε ουσία ή μίγμα ουσιών που παράγεται και προσφέρεται για πώληση ή παρουσιάζεται για χρήση στη διάγνωση, τη θεραπεία, τον μετριασμό ή την πρόληψη νόσου και τών συμπτωμάτων της στον άνθρωπο ή στα ζώα ή για χρήση με στόχο την αποκατάσταση, διόρθωση ή μεταβολή οργανικών λειτουργιών στον άνθρωπο ή στα ζώαε) «φαρμακευτικός κώδικας»(νομ.) σύνολο οδηγιών επικυρωμένων από τον νόμο, που αναφέρονται στο επάγγελμα τού φαρμακοποιούστ) «φαρμακευτική χημεία»(φαρμ.-χημ.) επιστημονικός κλάδος τής φαρμακευτικής που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη τών στοιχείων ή τών χημικών ενώσεων που χρησιμοποιούνται στη θεραπευτικήζ) «φαρμακευτική αγωγή»(ιατρ.-φαρμ.) η χρήση φαρμάκων για την αντιμετώπιση νόσουαρχ.1. το θηλ. ως ουσ. (ενν. τέχνη) α) διδασκαλία σχετική με τα φάρμακαβ) η χρήση φαρμάκου, φαρμακεία2. φρ. «φαρμακευτικός ἰατρός» — αυτός που υποδεικνύει φάρμακα (Διογ. Λαέρ.).
Dictionary of Greek. 2013.